εκχριστιανισμός

εκχριστιανισμός
ο
ο προσηλυτισμός, η προσέλκυση αλλόθρησκων ατόμων ή λαών στον χριστιανισμό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • εκχριστιανισμός — ο ο προσηλυτισμός αλλόθρησκου στο χριστιανισμό (πρβλ. εξισλαμισμός): Ο Κύριλλος και ο Μεθόδιος έκαναν τον εκχριστιανισμό των Σλάβων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • Οστρογότθοι — (= ανατολικοί Γότθοι). Κλάδος της γερμανικής φυλής των Γότθων, οι οποίοι στα τέλη του 2ου και στις αρχές του 3ου αι. μ.Χ. μετανάστευσαν από τη Βαλτική στη νότια Ρωσία και εγκαταστάθηκαν μεταξύ των ποταμών Δούναβη και Δον. Ο Δνείστερος τους χώρισε …   Dictionary of Greek

  • βασίλειος — I Όνομα δύο Βυζαντινών αυτοκρατόρων. 1. Β. Α’ ο Μακεδών (813; 886). Βυζαντινός αυτοκράτορας (867 886) που εγκαινίασε τη μακεδονική δυναστεία. Ο Β., άσημης καταγωγής και αμόρφωτος, που η σωματική του ρώμη και η εξαιρετική ιππευτική του ικανότητα… …   Dictionary of Greek

  • θεοφύλακτος — I (; – 843). Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας και επίσκοπος Νικομήδειας. Με προτροπή του πατριάρχη Ταρασίου μόνασε στον Πόντο και μετά από επιτυχή δοκιμασία χειροτονήθηκε μητροπολίτης. Διακρίθηκε για τη μεγάλη φιλανθρωπική του δραστηριότητα.… …   Dictionary of Greek

  • μοράβια — (τσεχ. Morava, γερμ. Mahren). Ιστορική γεωγραφική περιοχή (26.095 τ.χλμ., περ. 4.000.000 κάτ. το 1999) της Τσεχίας· αποτελεί, μαζί με τη Βοημία, μια από τις δυο περιοχές που αποτελούν την Τσεχία και διαιρείται διοικητικά στις επαρχίες της Βόρειας …   Dictionary of Greek

  • στέφανος — I Όνομα αγίων της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο πρώτος και πιο γνωστός από τους επτά διακόνους, που είχαν εκλεχτεί για να υπηρετούν τις Αγάπες της πρώτης Εκκλησίας, στην Ιερουσαλήμ. Διακρινόταν για τη μεγάλη του χριστιανική δράση, αλλά… …   Dictionary of Greek

  • Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… …   Dictionary of Greek

  • Βόρις ή Μπόρις — Όνομα Βουλγάρων ηγεμόνων. 1. Β. Α’ (; – 907). Τσάρος των Βουλγάρων (852 889). Αρχικά προσπάθησε να επεκτείνει το κράτος του σε βάρος της Σερβίας, του Μαυροβουνίου και της Κροατίας, δίχως όμως επιτυχία. Υπήρξε διορατικός και δραστήριος ηγεμόνας,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”